- νεοήλιξ
- νεοῆλιξ, ὁ και ἡ (Α)αυτός που είναι μικρός στην ηλικία, ο νεαρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)-* + ἧλιξ «συνομήλικος» (πρβλ. ισ-ήλιξ, ομ-ήλιξ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ήλιξ — ἧλιξ, δωρ. τ. ἇλιξ, και αιολ. τ. ἆλιξ. ό, ἡ (Α) 1. αυτός που έχει την ίδια ηλικία με κάποιον άλλο, ο συνομήλικος 2. ως ουσ. σύντροφος, εταίρος 3. ίσος, όμοιος («ἐν ἅλικι χρόνῳ» σε ίσο χρόνο, Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *σFālıξ. To F διατηρείται στον… … Dictionary of Greek
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek
ՆՈՐԱՀԱՍԱԿ — (ի, աց.) NBH 2 0443 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 11c ա. νεοήλιξ, ἠλικία νεαζούσα juvenis, juvenilis aetatis. Մանկահասակ. ծաղկահասակ. առոյգ. տղայ. երիտասարդ. *Նորահասակ մանկանցն խօսել ետ, եւ ծերք եւ տղայք ʼի միասին երգեցին: Նորահասակ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)